παρακρύπτω
From LSJ
Ὀργῆς χάριν τὰ κρυπτὰ μὴ ἐκφάνῃς φίλου → Arcana amici ne per iram prodito → Geheimnisse des Freunds verrate nicht im Zorn
English (LSJ)
hide one's sympathies, dissimulate, D.S.18.9:—Med., hide oneself, D.L.2.131.
German (Pape)
[Seite 485] dabei od. heimlich verstecken, Gegensatz φανερῶς πράττειν, D. Sic. 18, 9 u. a. Sp.
Russian (Dvoretsky)
παρακρύπτω: припрятывать, укрывать, скрывать Diod., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
παρακρύπτω: μέλλ. -ψω, κρύπτω πλησίον ἢ ἀποκρύπτω,ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ φανερῶς πράττω, Διόδ. 18. 19˙ - Mέσ., κρύπτομαιπλησίον σου, Διογ. Λ. 2. 131.
Greek Monolingual
ΜΑ
μέσ. παρακρύπτομαι
κρύβομαι κοντά σε κάποιον
αρχ.
κρύβω κάτι κοντά σε κάποιον, αποκρύπτω κάτι.