περιθλάω
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
bruise or crush all round, Plu.2.341a (Pass.), Sor.1.118 (Pass.), Gal.18(1).640.
German (Pape)
[Seite 577] (s. θλάω), rings herum quetschen, Medic. u. Plut.
French (Bailly abrégé)
περιθλῶ :
briser autour de ou sur ; couvrir de contusions, acc..
Étymologie: περί, θλάω.
Greek (Liddell-Scott)
περιθλάω: συντρίβω ὁλόγυρα, κατασυντρίβω, Πλούτ. 2.341Α, Γαλην.
Russian (Dvoretsky)
περιθλάω: покрывать ушибами или синяками, избивать (περιθλᾶσθαι ὑπό τινος Plut.).