μεγαλόκωλος
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
ον,
A large-limbed, of a locust, Dsc.2.52.
German (Pape)
[Seite 106] mit großen Gliedern, auch von einem Satze.
Greek (Liddell-Scott)
μεγαλόκωλος: -ον, ὁ ἔχων μεγάλα κῶλα, μέλη τοῦ σώματος, ὡς πόδας κτλ., ἀκρίς... μεγαλόκωλος Διοσκ. 2, 57.