μοσχοποιέω
From LSJ
ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership
English (LSJ)
A make a calf, Act.Ap.7.41.
German (Pape)
[Seite 209] ein Kalb machen, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
μοσχοποιέω: κάμνω, κατασκευάζω μόσχον, περὶ τοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ ἐκ μετάλλου μόσχου τῶν Ἑβραίων, Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 41.