ἀβόρβορος
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English (LSJ)
ἀβόρβορον, without filth, ψαλὶς οὐκ ἀβόρβορος S.Fr.367 (-βάρβ- codd.).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ]
no enfangado ψαλὶς οὐκ ἀ. S.Fr.367.
German (Pape)
[Seite 3] ohne Schmutz, v.l. für ἀβάρβαρος, Hopk. fr. 336.