πυοειδής
From LSJ
Ἐν πλησμονῇ τοι Κύπρις, ἐν πεινῶσι δ' οὔ → Ad ebrios it non ad impransos Venus → Bei Satten weilet Kypris, nicht bei Hungrigen
English (LSJ)
πυοειδές, (πύον) like purulent matter, γάλα Arist.HA573a24.
German (Pape)
[Seite 819] ές, eiterartig; Arist. H. A. 6, 18; Medic.
Russian (Dvoretsky)
πῡοειδής: гноевидный (γάλα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πυοειδής: -ές, (πύον) ὅμοιος πρὸς πύον, γάλα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 24.