πτωτός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν,
A apt to fall, fallen, Hdn.Gr.2.943, Hsch.
German (Pape)
[Seite 812] fallend, hinfällig, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πτωτός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ πέσῃ, ὁ πίπτων, Ἡρωδιαν. π. μον. λέξ. σ. 38, Ἡσύχ.
Full diacritics: πτωτός | Medium diacritics: πτωτός | Low diacritics: πτωτός | Capitals: ΠΤΩΤΟΣ |
Transliteration A: ptōtós | Transliteration B: ptōtos | Transliteration C: ptotos | Beta Code: ptwto/s |
ή, όν,
A apt to fall, fallen, Hdn.Gr.2.943, Hsch.
[Seite 812] fallend, hinfällig, Hesych.
πτωτός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ πέσῃ, ὁ πίπτων, Ἡρωδιαν. π. μον. λέξ. σ. 38, Ἡσύχ.