ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
Full diacritics: μῑσανδρος | Medium diacritics: μίσανδρος | Low diacritics: μίσανδρος | Capitals: ΜΙΣΑΝΔΡΟΣ |
Transliteration A: mísandros | Transliteration B: misandros | Transliteration C: misandros | Beta Code: mi/sandros |
ον,
A hating men, Poll.3.48.
[Seite 189] Männer hassend, Poll. 3, 48.
-η, -ο (Α μίσανδρος, -ον)
αυτός που μισεί τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -ανδρός (< ἀνήρ, ἀνδρός), πρβλ. φίλ-ανδρος].