ἐρίθυμος
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
English (LSJ)
ἐρίθυμον, high-spirited, Q.S.1.742, Orph.Fr.270.
German (Pape)
[Seite 1029] sehr zornig, sehr mutig, Qu. Sm. oft.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίθῡμος: -ον, ὀξύθυμος, Κόϊντ. Σμ. 1. 742.
Greek Monolingual
ἐρίθυμος, -ον (Α)
οξύθυμος, βίαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + θυμός.