χρησμοδοσία
From LSJ
γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
English (LSJ)
ἡ, a giving of oracles, Vett.Val. 184.6 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1375] ἡ, statt χρησμῶν δόσις, das Orakelgeben, Orakelerteilen, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμοδοσία: ἡ, τὸ χρησμοδοτεῖν, Ἱππολ. Αἱρ. 92, 99.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και χρησμοδοτία Μ χρησμοδότης
απαγγελία χρησμών, προφητεία.