κατελθεῖν
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
German (Pape)
[Seite 1395] fut. u. aor. zu κατέρχομαι.
Greek Monotonic
κατελθεῖν: απαρ. αορ. βʹ του κατέρχομαι.