ἐντονία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, = Lat.
A distentio penis, Horap.1.46 (v.l. εὐτ-).
German (Pape)
[Seite 857] ἡ, Anspannung, Anstrengung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντονία: ἡ, ἔντασις, «τέντωμα», τῇ ὑπερβαλλούσῃ ἐντονίᾳ (τοῦ αἰδοίου) τιτρώσκει τὴν θήλειαν Ὡραπόλλ. Ἱερογλυφ. 1. 46· εἰμὴ ἀναγνωστέον εὐτ-.