ὀροφοίτης
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ὀροφοίτου, ὁ, = ὀρειφοίτης, mountain-roaming, EM 461.27.
Greek (Liddell-Scott)
ὀροφοίτης: -ου, ὁ, = ὀρειφοίτης, Ἐτυμολ. Μέγ. 461. 27.
Greek Monolingual
ὀροφοίτης, ὁ (Α)
βλ. ὀρειφοίτης.
German (Pape)
= ὀρειφοίτης, Phot.