χλαινίον
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
τό, Dim. of χλαῖνα, AP12.40.
German (Pape)
[Seite 1357] τό, dim. von χλαῖνα, Mäntelchen, Ep. ad. 20 (XII, 40), χλαίνιον ist falscher Accent.
Greek (Liddell-Scott)
χλαινίον: τό, ὑποκορ. τοῦ χλαῖνα, μὴ ’κδύσῃς, ἄνθρωπε τὸ χλαινίον Ἀνθ. Π. 12, 40 (ἔνθα χλαίνιον).
Greek Monolingual
τὸ, χλαῖνα
υποκορ. τ. του χλαίνα.
Greek Monotonic
χλαινίον: τό, υποκορ. του χλαῖνα, σε Ανθ.