μεταλλουργός

From LSJ
Revision as of 07:30, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλλουργός Medium diacritics: μεταλλουργός Low diacritics: μεταλλουργός Capitals: ΜΕΤΑΛΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: metallourgós Transliteration B: metallourgos Transliteration C: metallourgos Beta Code: metallourgo/s

English (LSJ)

ὁ, miner, D.S. 5.37, Dsc.5.74.

German (Pape)

[Seite 149] Metalle verarbeitend, Sp.

Greek Monolingual

ο (Α μεταλλουργός)
αυτός που εργάζεται σε μεταλλείο, μεταλλωρύχος
νεοελλ.
1. τεχνίτης που κατεργάζεται μέταλλα
2. επιστήμονας που ασχολείται με τη μεταλλουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέταλλο + -ουργός].

Russian (Dvoretsky)

μεταλλουργός:рудокоп Diod.