κατατρίζω
From LSJ
Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
English (LSJ)
strengthened for τρίζω, Batr.88.
French (Bailly abrégé)
pousser un petit cri aigu.
Étymologie: κατά, τρίζω.
German (Pape)
(τρίζω), verstärktes τρίζω, vom Pfeifen der Mäuse, Batrach. 87.
Russian (Dvoretsky)
κατατρίζω: издавать писк, пищать Batr.
Greek (Liddell-Scott)
κατατρίζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ τοῦ τρίζω, περὶ τῶν μυῶν, Βατραχομυομ. 88.
Greek Monolingual
κατατρίζω (Α)
(επιτ. τ. του τρίζω) (για ποντίκια) εκφέρω συνεχή τριγμό.
Greek Monotonic
κατατρίζω: σκληρίζω ή τσιρίζω δυνατά, σε Βατραχομ.