μοιχώδης
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
English (LSJ)
μοιχῶδες, = μοιχικός (adulterous, inclined to adultery), Com.Adesp.19.5 D., Ptol.Tetr.184.
Greek Monolingual
μοιχώδης, -ῶδες (Α) μοιχός
μοιχικός («μοιχώδεις γυναῑκες» — μοιχαλίδες, Πτολ.).