μοιχώδης
From LSJ
English (LSJ)
μοιχῶδες, = μοιχικός (adulterous, inclined to adultery), Com.Adesp.19.5 D., Ptol.Tetr.184.
Greek Monolingual
μοιχώδης, -ῶδες (Α) μοιχός
μοιχικός («μοιχώδεις γυναῖκες» — μοιχαλίδες, Πτολ.).
Full diacritics: μοιχώδης | Medium diacritics: μοιχώδης | Low diacritics: μοιχώδης | Capitals: ΜΟΙΧΩΔΗΣ |
Transliteration A: moichṓdēs | Transliteration B: moichōdēs | Transliteration C: moichodis | Beta Code: moixw/dhs |
μοιχῶδες, = μοιχικός (adulterous, inclined to adultery), Com.Adesp.19.5 D., Ptol.Tetr.184.
μοιχώδης, -ῶδες (Α) μοιχός
μοιχικός («μοιχώδεις γυναῖκες» — μοιχαλίδες, Πτολ.).