σιδηρόπους
From LSJ
ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes
ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes
Full diacritics: σῐδηρόπους | Medium diacritics: σιδηρόπους | Low diacritics: σιδηρόπους | Capitals: ΣΙΔΗΡΟΠΟΥΣ |
Transliteration A: sidērópous | Transliteration B: sidēropous | Transliteration C: sidiropous | Beta Code: sidhro/pous |
ουν, gen. ποδος,
A iron-footed, ἵπποι Nonn.D.29.212.
[Seite 879] οδος, eisenfüßig, ἵπποι, Nonn. 29, 212.
σῐδηρόπους: ουν, ὁ ἔχων τοὺς πόδας σιδηροῦς, ἵπποι Νόνν. Δ. 29. 206.