φαρμακοφόρος
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
English (LSJ)
ον,
A producing drugs, Eust.1415.54.
German (Pape)
[Seite 1257] Arzneimittel, Gift hervorbringend, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
φαρμακοφόρος: -ον, ὁ φέρων, παράγων φάρμακα, περὶ τῆς Ἐφύρας, «ἐκ ταύτης φασί τινες τὸν Ὀδυσσέα λαβεῖν ἀνδροφόνα φάρμακα λέγοντες φαρμακοφόρον ποτὲ γενέσθαι αὐτὴν, διὰ τὸ ἐκεῖ κατοικῆσαι τὴν Μήδειαν» Εὐστ. 1415 55.