κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
Full diacritics: γεραίτερος | Medium diacritics: γεραίτερος | Low diacritics: γεραίτερος | Capitals: ΓΕΡΑΙΤΕΡΟΣ |
Transliteration A: geraíteros | Transliteration B: geraiteros | Transliteration C: geraiteros | Beta Code: gerai/teros |
γεραίτατος, Comp. and Sup. of γεραιός (q. v.).
[Seite 485] -τατος, compar. u. superl. zu γεραιός.
γεραίτερος: γεραίτατος, συγκρ. καὶ ὑπερθ. τοῦ γεραιός, ὃ ἴδε.