κερκέτης

From LSJ
Revision as of 11:40, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_19)

Λυποῦντα λύπει, καὶ φιλοῦνθ' ὑπερφίλει → Illata mala repende; amantem magis ama → Den kränke, der dich kränkt, und liebe den, der liebt

Menander, Monostichoi, 322
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερκέτης Medium diacritics: κερκέτης Low diacritics: κερκέτης Capitals: ΚΕΡΚΕΤΗΣ
Transliteration A: kerkétēs Transliteration B: kerketēs Transliteration C: kerketis Beta Code: kerke/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A weight used to steady a ship under sail, Paus.Gr.Fr. 118, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1424] ὁ, der kleine Anker od. das kleine Steuer, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

κερκέτης: -ου, ὁ, βάρος χρησιμεῦον ὅπως κρατῇ ἰσόρροπον τὸ πλοῖον κατὰ τὸν πλοῦν, «ὅτι ὁ δελφὶς ὁ καλούμενος κερκέτης ἔστι μηχάνημα σιδηροῦν ὃ ἐξαρτᾶται τῆς νεὼς ὅτανἄνεμος πρὸς τὸ ἀντέχειν» Παυσ. παρ’ Εὐσταθ. 1221. 28· ― καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ μικρὸν πηδάλιον. ἀπὸ τῶν εὑρόντων».