διασκελίζω
From LSJ
ἆρ' ἐς τὸ κάλλος ἐκκεκώφηται ξίφη → can it be that her beauty has blunted their swords, can it be that their swords are blunted at the sight of her beauty
German (Pape)
[Seite 602] die Schenkel auseinander spreizen, E. M. 502, 39.
Greek Monolingual
και διασκελώ και διασκελάω και δρασκελώ και δρασκελάω (Μ διασκελίζομαι)
1. διαβαίνω πάνω από κάτι με ανοιχτά τα σκέλη
2. βαδίζω γρήγορα με μεγάλα βήματα
3. μετρώ απόσταση με δρασκελισμούς
μσν.
κάθομαι με ανοιχτά τα πόδια.