ἀδιαληψία
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
confusion, obscurity, διανοημάτων Phld. Rh.2.190 S.: pl., ib.1.7S.:—of persons, failure to distinguish, τινός ib.1.43 S.: abs., ib.1.204 S.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
confusión, dificultad o incapacidad de distinguir c. gen. διανοημάτων Phld.Rh.2.190, τοῦ τὰ πο[ῖα] διὰ τέχνης καὶ τὰ ποῖα χωρὶς τέχνης περιγείνεται Phld.Rh.2.81Aur., cf. Phld.Rh.1.15Aur.