γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
[Seite 5] Formen zu ἀγάομαι, s. ἀγαίομαι u. ἄγαμαι.
2ᵉ pl. prés. ind. de ἀγάομαι.