ονείρωξη
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀνείρωξις, Μ και ὀνειρωξία) ονειρώττω
εκσπερμάτιση κατά τη διάρκεια του ύπνου, τις περισσότερες φορές σε συνδυασμό με όνειρα σεξουαλικού περιεχομένου
αρχ.
το να βλέπει κανείς όνειρα, ιδίως εφιαλτικά.
Translations
nocturnal emission
Arabic: اِحْتِلَام; Chinese Mandarin: 夢遺/梦遗, 遺精/遗精; Czech: poluce; English: nocturnal emission, nocturnal pollution, night emission, wet dream; Finnish: yöllinen siemensyöksy; German: Pollution; Greek: ονείρωξη; Ancient Greek: ἐξονείρωξις, ἐξονειριασμός, ἐξονειρωγμός, ὀνειρωγμός; Hebrew: קרי לילה; Hungarian: pollúció, éjszakai/spontán magömlés; Japanese: 夢精, 遺精; Lithuanian: poliucija; Maori: moetoa; Portuguese: polução noturna; Serbo-Croatian: polucija, mokri san; Slovak: mokrý sen, polúcia; Slovene: mokre sanje; Spanish: polución nocturna, emisión nocturna; Thai: ฝันเปียก; Turkish: ihtilam, gece boşalması, ıslak rüya