εἰδάλλομαι
From LSJ
μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)
English (LSJ)
A = εἰδαίνομαι, ἰνδάλλομαι, Hsch.
German (Pape)
[Seite 723] = εἰδαίνομαι, Hesych. Vgl. ἰνδάλλομαι.
Greek (Liddell-Scott)
εἰδάλλομαι: εἰδαίνομαι, ἰνδάλλομαι, Ἡσύχ.