ἄπαρσις
From LSJ
Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀπαίρω)
A setting out, departure, D.H.3.58, LXX Nu.33.2, J.AJ17.9.3.
German (Pape)
[Seite 280] ἡ, Aufbruch, Abreise, D.Hal. 3, 58 u. öfter LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπαρσις: -εως, ἡ, (ἀπαίρω) ἡ ἀναχώρησις, Διον. Ἁλ. 3. 58, Ἑβδ. (Ἀριθμ. λγ΄, 2), Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰουδ. 17. 9, 3.