ἐκκακέω
From LSJ
Michael Apostolius Paroemiographus, Paroemiae
English (LSJ)
A to be faint-hearted, lose heart, grow weary, v.l. for ἐγκ-, Ev.Luc.18.1, 2 Ep.Cor.4.1,16,al., cf. Vett. Val.201.15, Gloss.
German (Pape)
[Seite 761] im Unglück den Muth verlieren, übh. müde werden, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκᾰκέω: εἶμαι λιπόψυχος, ἀποδειλιῶ, χάνω τὸ θάρρος, ἀποκάμνω, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 1, 2 Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ΄, 1 καί 16 κ. ἀλλ.˙ ἀλλ’ ἁπανταχοῦ τῆς Κ. Δ. ἤδη διορθοῦται ἐγκακέω.