ἐπαναδιπλάζω

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαναδιπλάζω Medium diacritics: ἐπαναδιπλάζω Low diacritics: επαναδιπλάζω Capitals: ΕΠΑΝΑΔΙΠΛΑΖΩ
Transliteration A: epanadiplázō Transliteration B: epanadiplazō Transliteration C: epanadiplazo Beta Code: e)panadipla/zw

English (LSJ)

poet. ἐπανδ-,

   A reiterate questions, A.Pr.817.

German (Pape)

[Seite 899] noch dazu verdoppeln, noch einmal fragen, καὶ σαφῶς ἐκμάνθανε Aesch. Prom. 819.

Greek Monolingual

ἐπαναδιπλάζω και ποιητ. τ. έπανδιπλάζω (AM)
ξαναρωτώ («τῶν δ' εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον ἐπανδίπλαζε και σαφῶς ἐκμάνθανε», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ανά + διπλάζω (παράλληλος συντετμημένος τ. του διπλασιάζω)].