συγκαταίρω
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
A come to land together, Plu.Crass.20, Lib.Or.61.4: metaph., αἱ νῖκαι σ. τινὶ εἰς μητρόπολιν Them.Or.3.42b.
German (Pape)
[Seite 965] (s. αἴρω), mit od. zugleich ankommen, im Hafen, Pol. 1, 52, 6, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταίρω: προσορμίζομαι ὁμοῦ, τὰ σιτηγὰ συγκαταίροντα πρὸς τὸ στρατόπεδον Πλουτ. Κράσσ. 20, διάφ. γραφ. ἐν Πολυβ. 1. 52. 6· μεταφορ., αἱ νῖκαι... συγκαταίρουσι τῷ βασιλεῖ εἰς τὴν μητρόπολιν τῶν τροπαίων Θεμίστ. 42Β.