ἀγκιστρόω

From LSJ
Revision as of 13:08, 20 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγκιστρόω Medium diacritics: ἀγκιστρόω Low diacritics: αγκιστρόω Capitals: ΑΓΚΙΣΤΡΟΩ
Transliteration A: ankistróō Transliteration B: ankistroō Transliteration C: ankistroo Beta Code: a)gkistro/w

English (LSJ)

1Pass., to be furnished with barbs, Plu. Crass. 25.
2to be caught by a hook, ἠγκιστρωμένος πόθῳ Lyc. 67.

Spanish (DGE)

I 1enganchar ῥαφαῖς ὑπὸ τὰς ἐπιπτυχὰς τὴν συμπλοκὴν ἀγκιστρώσαντες (descripción de una armadura de escamas), Hld.9.15.2.
2 fig. traspasar πόθῳ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη Lyc.67.
II proveer de punta arponada ἠγκιστρωμέναι ἀκίδες Plu.Crass.25.

German (Pape)

[Seite 15] zu einer Angel machen, krümmen, ἠγκιστρωμέναι ἀκίδες, Widerhaken, Plut. Crass. 25; aber ἰχθύδιον, mit der Angel gefangen, Synes.; πόθῳ Lyc. 67

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. pf. Pass. ἠγκιστρωμένος;
recourber en forme d'hameçon, de crochet.
Étymologie: ἄγκιστρον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκιστρόω: -ώσω, (ἄγκιστρον), ἀγκιστρώνω, συλλαμβάνω δι’ ἀγκίστρου ἰχθύν, «ἠγκιστρωμένον ἰχθύδιον», Συνέσ. 1340Β. ― τροπικῶς, κρατῶ, συλλαμβάνω, αἰχμαλωτίζω· «πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη», Λυκόφρ. 67. Δαμασκ. ΙΙΙ. 821D. «ἀγκιστρωμένος, κατεχόμενος· ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἰχθύων τῶν κατεχομένων ἐν τῷ ἀγκίστρῳ», Ἐτυμ. Μ. 2) κατασκευάζω τι εἰς σχῆμα ἀγκίστρου, ποιῶ τι ἀγκιστρωτόν· «ἠγκιστρωμένας ἀκίδας», Πλούτ. Κράσσ. 25.