ὁμοεθνία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, lit.,
A descent from the same people or race : then, connexion and sympathy of parts, Hp.Loc.Hom.1, Mul.2.174.
German (Pape)
[Seite 334] ἡ, das Abstammen von demselben Volk. – Bei Hippocr. der Zusammenhang und die Mitempfindung der Theile.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμοεθνία: ἡ, κυριολεκτικῶς, καταγωγὴ ἐκ τοῦ αὐτοῦ ἔθνους ἢ ἐκ τῆς αὐτῆς φυλῆς· ― παρ᾿ Ἱππ., σχέσις καὶ συμπάθεια μερῶν, ― ὡς παρ᾿ αὐτῷ καὶ τὸ ἔθνος κεῖται ἀντὶ τοῦ μέρος, 408. 30., 663. 52.