μισθαποδοσία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A payment of wages, recompense, Ep.Hebr.2.2, 10.35.
German (Pape)
[Seite 190] ἡ, das Abtragen des schuldigen Lohnes, Soldgeben, Sold, N. T. Vgl. μισθοδοσία.
Greek (Liddell-Scott)
μισθᾰποδοσία: ἡ, ἀπόδοσις μισθοῦ, ἀμοιβή, Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. Β΄, 2, Ι΄, 35.