ἀμφιδοξέω
From LSJ
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
English (LSJ)
A to be doubtful, τὸ ἀμφιδοξεῖν room for doubt, Arist.Rh. 1356a8; ἀ. περί τινος Plb.32.16.5. II c. acc., doubt about, Arist. SE176b15:—Pass., to be doubtful, τἀληθὲς ἀμφιδοξεῖται ib.176b20; ἀποφάσεις Plb.36.9.2; ἐλπίδες D.S.19.96, cf.Plu.Thes.23.
German (Pape)
[Seite 138] unschlüssig, zweifelhaft sein, Arist. rhet. 1, 2; περί τινων Pol. 32, 26, 5; Plut. im pass., Thes. 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιδοξέω: εἶμαι ἀμφίδοξος, διστάζω, τὸ ἀμφιδοξεῖν, τὸ ἀμφιβάλλειν. Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 4· ἀμφ. περί τινος Πολύβ. 32. 26, 5. ΙΙ. μ. αἰτ. ἀμφιβάλλω περί τινος, Ἀριστ. Σοφ. Ἔλεγχ. 17. 17: ― Παθ., εἶμαι ἀμφίβολος, ἀμφιβάλλομαι, τἀληθὲς ἀμφιδοκεῖται αὐτόθι 17. 18· ἐλπίδες Διον. 19. 96, πρβλ. Πλουτ. Θησ. 23.