μονομερής
ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far
English (LSJ)
ές, (μέρος)
A consisting of one part, single, opp. πολυμερής, φιλοσοφία S.E.M.7.2. 2 for one side, of a bandage, Gal.18 (1).794. II ἐκ τοῦ μ. after hearing only one side, Luc.Cal.6; τὰ μ. ex parte applications, Lyd.Mag.3.15; μ. μαρτυρίαι Just.Nov.90.9. Adv. -μερῶς in a one-sided manner, Vett.Val.136.2.
German (Pape)
[Seite 204] ές, aus einem Theile od. Stücke bestehend, einfach; S. Emp. adv. math. 7, 2; Luc. Calumn. 6; Hermogen. Stas. 1 p. 7.
Greek (Liddell-Scott)
μονομερής: -ές, (μέρος) ὁ ἐξ ἑνὸς μόνου μέρους ἀποτελούμενος, μόνος, ἀντίθετ. τῷ πολυμερής, Ἐρανίου Φίλωνος περὶ διαφορᾶς σημασ. σελ. 155 ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Ἀμμωνίου Valck.· ἐκ τοῦ μονομεροῦς, κατὰ μονομέρειαν, Λουκ. π. Διαβολ. 6, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 7. 2, κτλ. ΙΙ. ὁ πρὸς τὸ ἓν μόνον μέρος κλίνων, ἄδικος, μεροληπτικός, Φωτ. Ἐπιστ. 158.