μῆριγξ
From LSJ
Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh
English (LSJ)
ιγγος, ἡ,
A bristle, Hsch.; cf. σμῆριγξ.
German (Pape)
[Seite 177] ιγγος, ἡ, auch σμῆριγξ, hartes, steifes Haar, Borsten, VLL., wahrscheinlich mit μηρύω zusammenhangend.
Greek (Liddell-Scott)
μῆριγξ: -ιγγος, ἡ, σκληρὰ θρίξ, «ἄκανθα γινομένη ἐν τοῖς ἐρίοις τῶν προβάτων» Ἡσύχ.· σμῆριγξ, ἐν Λυκόφρ. 37.