ἀνταποκτείνω

Revision as of 22:13, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (elru replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

kill in return, Hdt.7.136, A.Ch.121, E. Hec.262, Ar.Ach.326, X.HG2.4.27, etc.

Spanish (DGE)

matar a su vez οὐδὲ ἀνταποκτείνας ἐκείνους ἀπολύσειν Λακεδαιμονίους τῆς αἰτίης Hdt.7.136, τοὺς κτανόντας ἀνταποκτεῖναι θέλων E.Hec.262, μητέρ' ἀνταποκτενεῖ E.Or.509, ἀνταποκτενῶ γὰρ ὑμῶν τῶν φίλων τοὺς φιλτάτους Ar.Ach.326, συχνοὺς ἀνταπέκτειναν D.C.40.2.2
abs. A.Ch.121, X.HG 2.4.27, D.23.42, D.C.Epit.8.15.7.

German (Pape)

[Seite 244] dagegen, zur Vergeltung tödten, Aasch. Ch. 119. 272 Eur. Hec. 262 Ar. Ach. 326 Ηer. 7, 136; att, Prosa, Xen. Hell. 2, 4, 18; Dem. 23, 42.

French (Bailly abrégé)

tuer par représailles.
Étymologie: ἀντί, ἀποκτείνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνταποκτείνω: убивать в отмщение, отвечать (на убийство) убийством Her., Aesch., Eur., Arph., Xen., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταποκτείνω: φονεύω τινὰ πρὸς ἀντεκδίκησιν διὰ τελεσθέντα φόνον, ἀντιφονεύω, Ἡρόδ. 7. 136, Αἰσχύλ. Χο. 121, κτλ.

Greek Monolingual

ἀνταποκτείνω (Α)
φονεύω κάποιον για εκδίκηση.

Greek Monotonic

ἀνταποκτείνω: μέλ. -κτενῶ, σκοτώνω με τη σειρά μου, σε Ηρόδ., Αττ.

Middle Liddell

to kill in return, Hdt., Attic