καινοτόμος
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
ον, (τέμνω)
A innovating, ἔχουσι . . οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι . . τὸ κομψὸν καὶ τὸ κ. are marked by cleverness and novelty, Arist.Pol.1265a12; of persons, Hermog.Inv.3.5: metaph., -τόμον πρᾶγμα ὁ πόλεμος ibid.
German (Pape)
[Seite 1295] Neuerungen machend, neuernd; ἔχουσι πάντες οἱ τοῦ Σωκράτους λόγοι καὶ τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον Arist. polit. 2, 6; – καινότομος, neu angefangen, neu, πρᾶγμα Hermog.
Greek (Liddell-Scott)
καινοτόμος: -ον, (τέμνω) νεωτερίζων, οἱ Σωκράτους λόγοι ἔχουσι τὸ κομψὸν καὶ τὸ καινοτόμον, τὸ κομψὸν καὶ νεωτεριστικόν, ἀσύνηθες, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 6, 6. ΙΙ. καινοτόμος, Παθ., εἰς ὃν εἰσάγονται καινοτομίαι, Ἑρμογέν. σ. 146.