διανάσσω
From LSJ
διφθέραι σταδιαῖαι τοῖς μεγέθεσιν → hides a stade in size, hides fastened together so as to cover a place an entire stadium in extent
English (LSJ)
A stop chinks: caulk ships, Str.4.4.1:—Pass., pf. part. διανεναγμένος σφυγμός, name coined by Archig. ap. Gal.8.662.
German (Pape)
[Seite 591] dazwischen ausstopfen, ἀραιώματα (νεῶν) βρύοις Strab. 4, 4, 1.
Greek (Liddell-Scott)
διανάσσω: μέλλ. -ξω, γεμίζω κενόν τι ἐν τῶ μεταξύ, στουπώνω («καλαφατίζω») πλοῖα, δ. ἀραιώματα (νεῶν) βρύοις Στράβ. 195.