εὔσελμος
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
Ep. ἐΰσσελμος, ον, (σέλμα)
A well-benched or -decked, Hom. always in Ep. form, νηός, νῆες, Il.2.170, Od.2.390, al., cf. Stes.32, E. Rh.97; cj. in Id.IT1383.
German (Pape)
[Seite 1097] ep. ἐΰσσελμος, wohl mit Ruderbänken versehen, VLL. εὔζυγος; übh. wohlberudert, Hom. oft, stets in der epischen Form u. von Schiffen; von Schiffen auch Stesichor. bei Plat. Phaedr. 243 a; Eur. I. T 1383; Orph.
Greek (Liddell-Scott)
εὔσελμος: Ἐπικ. ἐΰσσελμος, ον, (σέλμα) ἔχων καλὰ σέλματα, ζυγὰ ἢ καθέδρας, καλὰ θρανία διὰ τοὺς κωπηλάτας, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐν τῷ Ἐπικ. τύπ. ὡς ἐπίθετ. τῶν πλοίων, νηὸς ἐϋσσέλμοιο, «εὐκαθέδρου· σέλματα γὰρ αἱ τῶν ἐρεσσόντων καθέδραι» (Σχόλ.) Ἰλ. Β. 170· οὕτω Στησίχ. 29, Εὐρ. Ι. Τ. 1383 (ἐν τῷ κοινῷ τύπῳ). ― Κατ’ ἄλλους τὸ ἐΰσσελμος ναῦς σημαίνει πλοῖον ἔχον καλόν, στερεὸν κατάστρωμα (ἐν τῇ πρῴρᾳ μόνον καὶ τῇ πρύμνῃ), ἴδε Λεξικ. Ὁμηρ. Autenrieth καὶ τὸ τοῦ Πανταζίδου.