ἐπιμήκης
English (LSJ)
ες,
A longish, oblong, Democr.164, Plb.1.22.6, Placit.4.19.3. 2. long, μάχαιραι, ταινία, App.Syr.32, Pun.95, cf. Arist.Mu. 393b5, Bito 52.3, v.l. in Hdt.7.36: Comp. -έστερος Dsc.1.7, Luc. DDeor.10.1; far-stretching, extensive, τόπος LXXBa.3.24; ἐ. ἐξ . . ἐπὶ . . extending from . . to... App.Ill.22; also of Time, Vett.Val.344.5: Sup. -έστατος Hdn.8.1.5; irreg. ἐπιμήκιστος dub. in Ph.1.291.
German (Pape)
[Seite 962] ες, länglich, lang; Democr. Sext. Emp. adv. log. 1, 118; ἐπιμηκεστέραν γίγνεσθαι τὴν νύκτα Luc. D. D. 10, 1; Hdn. 7, 6, 3 u. öfter; Philo u. Alciphr. 1, 22 haben den unregelmäßig gebildeten superlat. ἐπιμήκιστα. Dagegen ἐπιμηκέστατος Hdn. 8, 1, 12.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμήκης: -ες, ὡς καὶ νῦν, «μακρουλὸς» Δημόκρ. παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 117, Πλούτ. 2. 902D, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 10. 1· ὑπερθ. ἐπιμηκέστατος Ἡρῳδιαν. 8. 1· ἀνώμαλ. ἐπιμήκιστος Φίλων 1. 291.