θρῆνυς
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
English (LSJ)
υος, ὁ, (θράομαι)
A footstool, ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει Il.14.240, cf. Od.19.57. II θ. ἑπταπόδης the seven-foot bench, perh. helmsman's bench or bridge, Il.15.729.
German (Pape)
[Seite 1218] υος, ὁ (θρα), Fußschemel, Fußbank; öfters bei Hom. ὑπὸ δὲ θρῆνυς ποσὶν ἦεν, an dem Stuhle selbst, ὑπὸ θρῆνυν ποσὶν ἧκε προσφυέ' ἐξ αὐτῆς Od. 19, 57. Aber Il. 15, 729 Ruderbank, ἑπταπόδης, s. θρᾶνος.
Greek (Liddell-Scott)
θρῆνυς: -υος, ὁ, (θράω) θρανίον ὑπὸ τοὺς πόδας τοποθετούμενον, ὑποπόδιον, ὑπὸ δὲ θρῆνυν ποσὶν ἥσει Ἰλ. Ξ. 240, πρβλ. Ὀδ. Τ. 57· ἴδε ὑποπόδιον. ΙΙ. ἐν Ἰλ. Ο. 729, τὸ θρῆνυν... ἑπταπόδην σημαίνει τὸ ἑδώλιον τοῦ κυβερνήτου τοῦ πλοίου ἢ ἕδραν ἐρετῶν.