κλωστήρ

From LSJ
Revision as of 10:48, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλωστήρ Medium diacritics: κλωστήρ Low diacritics: κλωστήρ Capitals: ΚΛΩΣΤΗΡ
Transliteration A: klōstḗr Transliteration B: klōstēr Transliteration C: klostir Beta Code: klwsth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A spindle, Theoc.24.70, A.R.4.1062.    II thread, yarn, λίνου κ., of a net (periphr. for κλωστὸν λίνον Sch.), A. Ch.507, cf. E.Fr.1001.    2 skein, Ar.Ra.1349 (lyr.), Lys.567, Plu.2.558d.    3 metaph., thread of fate, μοιρῶν κλωστῆρι Epigr.Gr.292.6 (Heraclea ad Latmum), cf. Arch.Pap.1.220 (κλωστείρων is a mason's error for -τήρων) μοιρίδιοι κ. IG3.1339.

German (Pape)

[Seite 1459] ῆρος, ὁ, der Spinner. – Der gesponnene Faden, τὸν ἐκ βυθοῦ κλωστῆρα σώζοντες λίνον Aesch. Ch. 500; Ar. Ran. 1347, wo der Schol. erkl. τὸ κεκλωσμένον ῥάμμα, Knäuel. – Die Spindel, Ap. Rh. 4, 1062.

Greek (Liddell-Scott)

κλωστήρ: ῆρος, ὁ, (κλώθω), ἄτρακτος, Θεόκρ. 34. 69, Ἀπολ. Ρόδ. Δ. 1062. ΙΙ. ὡς τὸ κλῶσμα, κλωστή, νῆμα, «ῥάμμα», λίνου κλ., ἐπὶ δικτύου (περιφρ. ἀντὶ τοῦ κλωστὸν λίνον Σχολ.), Αἰσχύλ. Χο. 507, πρβλ. Εὐρ. Ἀποσπ. 989, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1349, Λυσ. 567· μοιρῶν κλωστῆρι Ἑλλ. Ἐπιγρ. 292. 6· μοιρίδιον κλ. αὐτόθι 145.