ἀρχιτεκτονικός

From LSJ
Revision as of 10:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχιτεκτονικός Medium diacritics: ἀρχιτεκτονικός Low diacritics: αρχιτεκτονικός Capitals: ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: architektonikós Transliteration B: architektonikos Transliteration C: architektonikos Beta Code: a)rxitektoniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for an ἀρχιτέκτων or his business and art, Pl.Plt.261c; of persons, fit to be a master-builder, skilled in his art, Arist.Pol.1282a3.    II ἡ -κή (sc. τέχνη or ἐπιστήμη) architecture, Sosip.1.36.    2 master-art or science, which prescribes to all beneath it, as an ἀρχιτέκτων to his workmen, Arist.EN1094a14, Metaph.1013a14, al.; professional knowledge, Id.Po.1456b11.

German (Pape)

[Seite 366] zum Baumeister gehörig, ἡ ἀρ., die Baukunst; auch ὁ, der Baumeister. Uebertr., der eine Kunst genau kennt, ein Werk derselben entwirft u. unter seiner Leitung ausführen läßt, Plat. Polit. 261 c; bes. Arist., z. B. Polit. 3, 7; ἡ ἀρ., von der Schauspielkunst, Arist. Poet. 19, 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχιτεκτονικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἀρχιτέκτονος, ἢ δι’ ἀρχιτέκτονα, ἡ ἐργασία αὐτοῦ καὶ τέχνη, Πλάτ. Πολιτικ. 261C· ὁ περὶ τὴν ἀρχιτεκτονικήν ἀσχολούμενος, ὁ ἀρχιτέκτων, Ἰατρός δ’ ὅ τε δημιουργὸς και ὁ ἀρχιτεκτονικὸς Ἀριστ. Πολ. 3. 11,11. ΙΙ. ἡ -κή (ἐνν. τέχνηἐπιστήμη) Σωσίπατρος ἐν «Καταψευδομένῳ» 36. 2) ὡς φιλοσοφ. ὅρος· ἡ ἀρχικὴ καὶ κυριωτάτη τέχνηἐπιστήμη ἥτις ἐπιβάλλεται εἰς τὰς ὑπ’ αὐτὴν ὡς ὁ ἀρχιτέκτων εἰς τοὺς ὑπ’ αὐτὸν ἐργάτας, ἐν ἁπάσαις δὲ τὰ τῶν ἀρχιτεκτονικῶν τέλη πάντων ἐστὶν αἱρετώτερα τῶν ὑπ’ αὐτὸν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 1, 4 πρβλ. Μεταφ. 4. 1, 2, κ. ἀλλ. ἐπὶ τῆς δραματικῆς τέχνης, ὁ αυτ. Ποιητ. 19, 7.