κεῦθος
English (LSJ)
εος, τό,
A = κευθμών, ὑπὸ κεύθεσι γαίης in the depths of the earth, Il.22.482, Od.24.204, Hes.Th.300, cf. Pi.N.10.56, A.Eu.1036 (lyr.): in sg., κ. [Ἀπίας χθονός] Id.Supp.778 (lyr.), cf. Epic. in Arch.Pap.7.7; κ. νεκύων S.Ant.818 (anap.); κ. οἴκων the innermost chambers, like μυχός, E.Alc.872 (lyr.); κεύθεα νηοῦ, = ἄδυτον, Musae.119; κ. πόντου Opp.H.4.607.
German (Pape)
[Seite 1426] τό, = κευθμών; bes. κεύθεα γαίης, die verborgenen Tiefen der Erde, der innerste Erdschoß, Il. 22, 482 Od. 24, 204; Hes. Th. 300. 334; pind. N. 10, 56; Aesch. Eum. 989; κελαινὸν εἴ τι κεῦθος ἔστι που Suppl. 759; κεῦθος νεκύων Soph. Ant. 812, die Gruft. – Auch οἴκων, Eur. Alc. 875, wie νηοῦ, Mus. 119, das innerste Heiligthum; – πόντου, Opp. Hal. 4, 607.
Greek (Liddell-Scott)
κεῦθος: -εος, τὸ, = κευθμών, ὑπὸ κεύθεσι γαίης, εἰς τὰ βάθη τῆς γῆς, Ἰλ. Χ. 482, Ὀδ. Ω. 204, Ἡσ. Θ. 300, πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 56, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1036· καθ’ ἑνικ., κ. Ἀπίας χθονὸς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 778· κ. νεκύων Σοφ. Ἀντ. 818· κ. οἴκων, τὰ ἐνδότατα δωμάτια, ὡς τὸ μυχός, Εὐρ. Ἄλκ. 872· κεύθεα νηοῦ = ἄδυτον, Μουσαῖ. 119· κ. πόντου Ὀππ. κτλ.