κεῦθος

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεῦθος Medium diacritics: κεῦθος Low diacritics: κεύθος Capitals: ΚΕΥΘΟΣ
Transliteration A: keûthos Transliteration B: keuthos Transliteration C: keythos Beta Code: keu=qos

English (LSJ)

εος, τό, = κευθμών, ὑπὸ κεύθεσι γαίης in the depths of the earth, Il.22.482, Od.24.204, Hes.Th.300, cf. Pi.N.10.56, A.Eu.1036 (lyr.): in sg., κ. [Ἀπίας χθονός] Id.Supp.778 (lyr.), cf. Epic. in Arch.Pap.7.7; κ. νεκύων S.Ant.818 (anap.); κ. οἴκων the innermost chambers, like μυχός, E.Alc.872 (lyr.); κεύθεα νηοῦ, = ἄδυτον, Musae.119; κ. πόντου Opp.H.4.607.

German (Pape)

[Seite 1426] τό, = κευθμών; bes. κεύθεα γαίης, die verborgenen Tiefen der Erde, der innerste Erdschoß, Il. 22, 482 Od. 24, 204; Hes. Th. 300. 334; pind. N. 10, 56; Aesch. Eum. 989; κελαινὸν εἴ τι κεῦθος ἔστι που Suppl. 759; κεῦθος νεκύων Soph. Ant. 812, die Gruft. – Auch οἴκων, Eur. Alc. 875, wie νηοῦ, Mus. 119, das innerste Heiligthum; – πόντου, Opp. Hal. 4, 607.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
c. κευθμών.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεῦθος -ους, zonder contr. -εος, τό [κεύθω] schuilplaats, binnenste:. κ. νεκύων dodenrijk Soph. Ant. 818; κ. οἴκων het binnenste van het huis Eur. Alc. 872.

Russian (Dvoretsky)

κεῦθος: εος τό
1 глубина, недра (ὑπὸ κεύθεσι γαίης Hom.): κ. οἴκων Eur. внутренность дома, дальние покои;
2 тайное местопребывание, убежище (νεκύων Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

κεῦθος: -εος, τὸ, = κευθμών, ὑπὸ κεύθεσι γαίης, εἰς τὰ βάθη τῆς γῆς, Ἰλ. Χ. 482, Ὀδ. Ω. 204, Ἡσ. Θ. 300, πρβλ. Πινδ. Ν. 10. 56, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1036· καθ’ ἑνικ., κ. Ἀπίας χθονὸς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 778· κ. νεκύων Σοφ. Ἀντ. 818· κ. οἴκων, τὰ ἐνδότατα δωμάτια, ὡς τὸ μυχός, Εὐρ. Ἄλκ. 872· κεύθεα νηοῦ = ἄδυτον, Μουσαῖ. 119· κ. πόντου Ὀππ. κτλ.

English (Autenrieth)

εος,=κευθμός, κευθμών, only pl., ὑπὸ κεύθεσι γαίης, ‘in the depths of the earth beneath,’ of Hades, Il. 22.482, Od. 24.204.

English (Slater)

κεῡθος hollow ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ' ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας (sc. Διόσκουροι) (N. 10.56) κευθεα[ ?fr. 334a. 12.

Greek Monolingual

κεῡθος, τὸ (Α) κεύθω
κευθμών, κρυψώνας, βάθος, άδυτο, ενδότερο σημείο (α. «ὑπὸ κεύθεσι γαίης» — στα βάθη της γης, Ομ. Ιλ.
β. «κεῡθος οἴκων» — τα εσωτερικά δωμάτια τών σπιτιών, Ευρ.
γ. κεῡθος πόντου» — τα βάθη της θάλασσας, Οππ.
δ. «κεύθεα νηοῦ» — το άδυτο του ναού, Μουσαί.).

Greek Monotonic

κεῦθος: -εος, τό = κευθμών, ὑπὸ κεύθεσι γαίης, στα έγκατα της γης, σε Όμηρ.· στον ενικ. κ.νεκύων, σε Σοφ.· κ. οἴκων, τα ενδότερα του οίκου, τα μέσα δωμάτια, όπως το μυχός, σε Ευρ.

Middle Liddell

κεῦθος, εος, = κευθμών
ὑπὸ κεύθεσι γαίης in the depths of the earth, Hom.; in sg., κ. νεκύων Soph.; κ. οἴκων the innermost chambers, like μυχός, Eur.