καρτερικός

From LSJ
Revision as of 11:31, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_11)

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρτερικός Medium diacritics: καρτερικός Low diacritics: καρτερικός Capitals: ΚΑΡΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: karterikós Transliteration B: karterikos Transliteration C: karterikos Beta Code: karteriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A capable of endurance, patient, Amips.9, Isoc.8.109, etc.; πρὸς Χειμῶνα X.Mem.1.2.1 (Sup.); ῥώμη κ. πρὸς ἀρετήν Pl.Def.412a: Sup., Luc.Anach.38; opp. μαλακός and distd. from ἐγκρατής (cf. καρτερία), Arist.EN1150a33. Adv. -κῶς ib. 1179b33, Marin.Procl.12.

German (Pape)

[Seite 1330] zum Ausharren, zur Standhaftigkeit geneigt, geeignet, geübt darin; καὶ φιλόπονος Isocr. 2, 45; Ggstz μαλακός Arist. Eth. 7, 7; enthaltsam, Pol. 2, 9; πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος καὶ πάντας πόνους καρτερικώτατος Xen. Mem. 1, 2, 1; Sp. – Adv., σωφρόνως καὶ καρτερικῶς ζῆν Arist. Eth. 10, 10.

Greek (Liddell-Scott)

καρτερικός: -ή, -όν, ὁ δυνάμενος νὰ καρτερῇ, νὰ ὑπομένῃ. Ἀμειψίας ἐν «Κόνῳ» 1, Ἰσοκρ. 181C, κτλ.· πρὸς χειμῶνα Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 1, Πλάτ. Ὅρ. 12Α· ἀντίθετον τῷ μαλακὸς καὶ διαστελλόμενον ἀπὸ τοῦ ἐγκρατὴς (πρβλ. καρτερία), Ἀριστ. Ἠθ.Ν. 7. 7, 4.- Ἐπίρρ. -καρτερικῶς, αὐτόθι 10. 9. 8.