σάρος
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
or σαρός, ὁ, a Babylonian
A cycle of years (3600), Abyd.1, cf. Hsch. 2 Babylonian cycle of 222 months, Suid.
German (Pape)
[Seite 864] ὁ, 1) der Besen, Lucill. 24 (XI, 207), wo der accus. σαρόν accentuirt ist; vgl. Plut. Symp. 8, 7, 1; nach Poll. a. a. O. eigtl. in der Tenne gebraucht. – 2) Kehricht, Auswurf, Unrath, πόντοιο κακὸν σάρον, Callim. Del. 225, das, was umhergefegt, herumgetrieben wird. Auch komisch ein altes Weib, Ion bei Hesych. παλαιὸν οἰκίας σάρον.
Greek (Liddell-Scott)
σάρος: ἢ σαρός, ὁ, Χαλδαϊκὸς κύκλος ἐτῶν (3600), Βηρωσ. παρὰ Συγκέλλῳ 30. 6, πρβλ. Σουΐδ., «ἀριθμός, τὶς παρὰ Βαβυλωνίοις» Ἡσύχ. (ἔνθα ἴδε Schmidl.)· ὡσαύτως, κύκλος 3600 ἡμερῶν, Σύγκελλ. 58. 6.