ἀπαιδευσία
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
English (LSJ)
Ion. -ιή, ἡ,
A want of education, Democr.212, Pl.R. 514a, al.; μετὰ ἀπαιδευσίας Th.3.42; δι' ἀπαιδευσίαν Arist.Rh.1356a29; δι' ἀ. τῶν ἀναλυτικῶν Id.Metaph.1005b3, cf. 1006a6; ἀ. πλούτου ἐστὶ τὸ νεόπλουτον εἶναι Id.Rh.1391a17. 2 stupidity, Pl.Grg.527e, al., Aeschin.1.144; ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς from bigotry of passion, Th.3.84.
German (Pape)
[Seite 275] ἡ, Mangel an Erziehung u. Bildung, Thuc. 3, 42. 84 u. Folgde; καὶ κακὴ τροφή Plat. Rep. VIII, 552 e; καὶ ἀπειρία Hipp. mai. 293 d; ἀπαιδευσίαν ὁμολογεῖν, = ἰδιώτης εἶναι, Luc. Nigr. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαιδευσία: ἡ, ἡ ἔλλειψις παιδεύσεως, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὴν παιδείαν, Πλάτ. Πολ. 514Α, κ. ἀλλ.: μετὰ ἀπαιδευσίας Θουκ. 3. 42· δι’ ἀπαιδευσίαν Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 7· δι’ ἀπαιδευσίαν τινὸς ὁ αὐτ. Μεταφ. 3. 3. 5, πρβλ. 3. 4, 2· ἀπαιδευσία πλούτου, ἀπειρία περὶ τὰ χρήματα, δηλ. ἐν τῇ διαχειρίσει αὐτῶν, ὁ αὐτ. Ρητ. 2. 16, 4. 2) ἀμάθεια, ἄγνοια, ἀβελτερία, ἀγροικία, σκαιότης, Πλάτ. Γοργ. 527Ε, κ. ἀλλ., Αἰσχίν. 18. 36, κτλ. ΙΙ. ἀπαιδευσίᾳ ὀργῆς, ἐλλείψει παιδεύσεως εἰς τὸ κρατεῖν τῆς ὀργῆς, Θουκ. 3. 84.